Monday, September 3, 2018

στη γαύδο του νότου

να μας ξυπνούν το πρωί δυο σκανταλιάρες αχτίδες που ξεπήδησαν μες στη σκηνή, όχι το ξυπνητήρι, ούτε οι κόρνες, να μην έχουμε πρωινή έγνοια καμιά
να τσουρουφλίζεται η γυμνή πατούσα στη σαχάρα, να βλέπεις το μπλε, να βουτάς, να το γεύεσαι, να του λες "μόνο εσύ μας έμεινες", να ενώνουμε χέρια και να φιλάμε το βυθό, να μας τσιμπούν τα ψάρια και να μη σ' αφήνω να τα διώχνεις

να χάνομαι στις παλιές σελίδες, να τις καταβροχθίζω και να σου διαβάζω δυνατά, παρέα με την Καρυστιάνη και τον Κοροβίνη, να κάνω όλο παρατηρήσεις, για τα κλαριά, την άμμο, τ' άστρα, σαν μην έχω ξαναδεί... μα σαν αυτά... δεν είχα ξαναδεί... 
"πρέπει να προσέχουμε το απογευματινό φεγγάρι, μας χρειάζεται", ίσα που φέγγει δειλά, να μην κλέψει τη δόξα του ήλιου, να βραδιάζει, να ανεβαίνει στο θρόνο του κι εμείς στον δικό μας, σε κείνο τον αμμόλοφο, ψηλά, όπου το μάτι χάνεται κι οι πνεύμονες γεμίζουν
απαλά οι νότες κι οι ήχοι μας να πλέκονται στους κέδρους, να θάβονται κάτω απ' την άμμο, όλα να τα σκεπάζει ο συλλογικός πόθος
να μη με νοιάζει η ώρα, αρκεί που πάντα το σκοτάδι θα διαδέχεται το φως και τούμπαλιν
να χάνω το ρημάδι το κινητό, να μη με νοιάζει
μπαχάρια, κατσαρολικά, ο νοστιμότερος τραχανάς και το χειρότερο ρύζι, πολίτικη κουζίνα σε γελοιογραφία
να έχουμε τη "βεράντα", το "καθιστικό", το "δωμάτιο"
εκτοπίσαμε τις ανέσεις, μα έμειναν τα ονόματα να μας θυμίζουν τ' αναθεματισμένα από πού 'ρθαμε
να βουτάμε στα σκοτάδια, να γλιστράμε, κι άλλες γρατζουνιές, γδαρμένα γόνατα, να μη με νοιάζει
μόνο τ' άστρα, αυτά ψηλά στα ουράνια κι αυτά τα θαλάσσια, του βυθού, που λαμπυρίζουν, για τους τυχερούς
και τα σώματα... εκείνα τα γυμνά, τα θεϊκά, που φυτρώνουν στο χώμα και τα πλάθει ο αέρας
κι οι βράχοι... σε καλούν να σ' αγκαλιάσουν μα όχι και πολύ σφιχτά, δεν είναι δα βράχος κι άνθρωπος το ίδιο
να ξεχνώ τις τελείες, να γράφω λαχανιασμένα, μπας και χωρέσει η ομορφιά στ’ αλφάβητο, να χτίζω εδώ τον κόσμο χωρίς τα κεφαλαία, τα μεγαλόπρεπα, να ‘μαστε απ’ έξω μικροί κι από μέσα τεράστιοι
η κάθε λέξη εδώ ηχεί διαφορετικά, βαραίνει ο ψίθυρος, το γέλιο πετά
τα χάδια κλειδαμπαρώνονται στο δέρμα
γεννιέται μια υπόσχεση
να θέλω να γράψω γι' αυτά, μα να σβήνω τα πάντα
μου αρκούν οι δικές σου μουντζούρες στο στήθος,
κάτι πέτρες που κουβαλώ στις τσέπες
κι η υπόσχεση






No comments:

Post a Comment